επανάσταση

επανάσταση
η
1. ομαδική εξέγερση ενάντια σ' αυτούς που κυβερνούν ή ενάντια στην εξουσία που αποβλέπει στη βίαιη ανατροπή του πολιτικού ή κοινωνικού καθεστώτος ή και στον εξαναγκασμό του κράτους να πράξει ή να μην πράξει κάτι, η στάση, το στασιαστικό κίνημα.
2. μτφ., απότομη μεταβολή ή προσπάθεια απότομης μεταβολής των καθορισμένων: Η εφεύρεση των πυροβόλων όπλων σημείωσε επανάσταση στα πολεμικά μέσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • ἐπαναστάσῃ — ἐπαναστάσηι , ἐπανάστασις rising up fem dat sg (epic) ἐπαναστά̱σῃ , ἐπανίστημι set up again aor part act fem dat sg (attic epic ionic) ἐπαναστά̱σῃ , ἐπανίστημι set up again aor subj mid 2nd sg (doric) ἐπαναστά̱σῃ , ἐπανίστημι set up again aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελληνική Επανάσταση — Η Επανάσταση που έλαβε χώρα μεταξύ 1821 29 και είχε ως στόχο την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Παρότι πολλές άλλες απόπειρες είχαν προηγηθεί, η τελευταία ήταν επιτυχής γιατί είχε πιο καθολικό χαρακτήρα, ήταν πιο οργανωμένη και αποτέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλική Επανάσταση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τρεις μεγάλες επαναστάσεις στην ιστορία της σύγχρονης Γαλλίας (1789 92, 1830 και 1848), με σημαντικότερη ασφαλώς την πρώτη, που εισήγαγε το πολίτευμα της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής (κοινοβουλευτικής) δημοκρατίας.… …   Dictionary of Greek

  • Οκτωβριανή επανάσταση — Βλ. λ. επανάσταση (Ρωσική επανάσταση) …   Dictionary of Greek

  • Ιωνική επανάσταση — Η επανάσταση των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας (499 494 π.Χ.) κατά της περσικής κυριαρχίας. Βλ. λ. Ερέτρια (ιστορία, αρχαιολογία)· Ίωνες· Μίλητος …   Dictionary of Greek

  • Πολιτιστική κινεζική επανάσταση — Mε την ονομασία αυτή χαρακτηρίστηκε στο σύνολό της η ιδεολογική μάχη που δόθηκε στην Κίνα μεταξύ των υποστηρικτών και των αντιπάλων της πολιτικής γραμμής του προέδρου Μάο Τσε Tουνγκ. Η σύγκρουση, που κράτησε από το 1959 μέχρι το 1969, ξεκίνησε… …   Dictionary of Greek

  • Βιομηχανική επανάσταση — Βλ. λ. βιομηχανία (Ιστορία) …   Dictionary of Greek

  • Σφενδόνας επανάσταση — Η περίοδος αναταραχών και εξεγέρσεων που, κατά την περίοδο της ανηλικότητας του Λουδοβίκου ΙΔ’ και της αντιβασιλείας της Άννας της Αυστριακής (από το 1648 ως το 1653) συγκλόνισαν τη Γαλλία και κυρίως το Παρίσι. Οι όροι fronde και fron deur… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”